- διανοητικός
- -ή, -ό (Α διανοητικός, -ή, -όν) [διανοούμαι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση2. εμβριθής, βαθύνουςνεοελλ.φρ. α) «διανοητική έκπτωση» — μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχέςβ) «διανοητική καθυστέρηση» — πνευματική ανεπάρκεια ή ανωριμότηταγ) «διανοητική κατάπτωση» — νευροψυχική διαταραχή που παρατηρείται στον νοητικό τομέα με μείωση δραστηριοτήτων ή ενδιαφερόντων και στον συναισθηματικό τομέα με εκδηλώσεις κατάθλιψης ή άγχουςαρχ.1. εκφραστικός2. (για δραματικά έργα) φρ. «διανοητικά μέρη» — μέρη στα οποία αναπτύσσονται βαθυστόχαστες έννοιες και ιδέες.
Dictionary of Greek. 2013.